- ύδωρ, βαρύ
- Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι διπλάσια από τη μάζα του υδρογόνου, το βαρύ ύδωρ, που ορίζεται επίσης και ως οξείδιο του δευτέριου (D2O), εμφανίζει σχετική πυκνότητα μεγαλύτερη (1,107) από του κοινού νερού (1,000), μέσα στο οποίο βρίσκεται σε ελάχιστη και μεταβλητή αναλογία.
Παρασκευάζεται κυρίως με ηλεκτρολυτική πορεία, αλλά και με απόσταξη και εναλλαγή σε δύο θερμοκρασίες. Εφαρμόζεται ευρύτατα στην πυρηνική φυσική ως ρυθμιστής των νετρονίων σε μερικούς αντιδραστήρες και ως ιχνηλάτης σε χημικές και βιολογικές έρευνες.
Η πρώτη παρασκευή του έγινε το 1933, με ηλεκτρολυτική μέθοδο, από τον Αμερικανό φυσικό Τζίλμπερτ Νιούτον Λιούις (Ουέιμαθ, Μασαχουσέτη 1875 -Μπέρκλεϋ 1946), σε συνεργασία με το χημικό Τ. Μακ Ντόναλντ.
Κατά το B΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η μεγάλη γερμανική εγκατάσταση βαρέως ύδατος, στο Βέρμορκ της Νορβηγίας, ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος των εμπόλεμων, επειδή σχετιζόταν με τις ατομικές έρευνες. Η «μάχη του βαρέως ύδατος» κερδήθηκε το 1943 από τους Άγγλους, οι οποίοι, με τη βοήθεια των Νορβηγών πατριωτών, ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις, και ένα χρόνο αργότερα βύθισαν το πλοίο που μετάφερε το προϊόν στη Γερμανία.
Οι εγκαταστάσεις του Ρούκαν (Βέρμορκ), στη Νορβηγία, υπήρξαν το κέντρο του σκληρού αγώνα για τον ατομικό εξοπλισμό κατά τη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου.
Dictionary of Greek. 2013.